Χαρά, τρισύλλαβο ὄνομα λαμπρόηχο, τὸ Βραχώρι! κ᾿ ἐσὺ λαμπρή, τῆς Ρούμελης χαρά, δουλεύτρα κόρη, κι᾿ ἂν ἄλλο πῆρες, ὄνομα θαμμένο στὰ βιβλία, μ᾿ ἀρέσει τ᾿ ἀρματωλικὸ ὄνομά σου μὲ τοῦτο, καὶ ὁλοζώντανη, τὴ βλέπει ἡ φαντασία τὴ ζωγραφιά σου.
Γιαννης Καραμητσόπουλος ο Γηγενής Αγρινιώτης Ποιητής Νο1
Άρθρο του Παντελή Φλωρόπουλο για τον χαμό του Γιάννη Καραμητσόπουλου στην Εφημερίδα ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ.
Δημοσιεύτηκε 07/06/2011 και ώρα 20:41
Ο Γιάννης Καραμητσόπουλος έφυγε νωρίς…
Του
έλεγαν οι φίλοι «μην πίνεις, θα πεθάνεις» κι έλεγε «άμα πεθάνω, να πάρετε τη
μπάντα του Δήμου και να σταματάει μπροστά σε κάθε ουζερί, να πίνετε ένα ούζο
και μετά να με πάτε…». Ήθελε να τιμήσει έτσι τα ουζερί της πόλης που είχαν
γίνει το καταφύγιό του. Ήθελε να δοξάσει το κρασί και το ούζο με το θάνατό του,
αφού δε γινόταν με τη ζωή του. Ήθελε να πει στον κόσμο ότι οι ποιητές δεν
διεκδικούν τίποτα, θα δέχονταν μόνο εκείνο που η κοινωνία θα τους έδινε
αντίδωρο στην έμπνευσή τους. Ένα αντίδωρο ήταν όλο κι όλο το ποιητικό του
όνειρο. Αλλά ποιο ποιητικό όνειρο ποιού ποιητή υλοποιήθηκε ποτέ; Κι ύστερα…
ποια μπάντα; Ήθελε και μπάντα; Ούτε ένας εκπρόσωπος του Δήμου δεν αποχαιρέτησε
τον «αξιολογότερο γηγενή ποιητή του Αγρινίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες»
κατά τον Θ.Μ.Πολίτη. Ο Γιάννης Καραμητσόπουλος έγραψε ποιήματα σε καιρούς όπου
οι θεσμοί της Πολιτείας και οι εκπρόσωποι του λαού που τους υπηρετούν,
περιφρονούν τους ποιητές. Ο Γιάννης έζησε κι έγραψε ποιήματα σε μια πόλη, της
οποίας οι αιρετοί άρχοντες μειδιούν ειρωνικά στο άκουσμα των λέξεων «ντόπιος
ποιητής» ή «ντόπιος συγγραφέας».
Ο
Καραμητσόπουλος δεν ήταν Αιτωλοακαρνάνας. Δεν ήταν καν Αιτωλός. Ήταν
Αγρινιώτης. Ήταν μόνο Αγρινιώτης. Τίποτ´ άλλο. Ούτε «πολίτης του κόσμου» ήταν.
Όλος ο κόσμος, γι´ αυτόν, ήταν το «Αγρίνιο». Όταν αυτός ο χαμηλότονος άνθρωπος
πρόφερε τη λέξη «Αγρίνιο» στην παρέα, πάντοτε, χωρίς εξαίρεση, άκουγες έναν
άλλο ήχο, η λέξη «Αγρίνιο» (θυμηθείτε το, όσοι τον ξέρατε) ήταν ένας ήχος
ολόκληρος, στον οποίο δεν υπήρχε καμία ρωγμή. Το ένοιωθες αυτό. Το μετάγγιζε
πηγαία. Το Αγρίνιο γι´ αυτόν ήταν όλος ο κόσμος. Κανείς δεν πρόφερε τόσο γεμάτα
το όνομα της πόλης αυτής όπως ο Γιάννης Καραμητσόπουλος. Στην καθημερινή του
διάλεκτο το «Αγρίνιο» ακουγόταν σαν ένα εξωτικό μοναχικό νησί στη μέση του
Ειρηνικού Ωκεανού και - για να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς - η πόλη του
Αγρινίου, η πόλη όμως, όχι ο Δήμος, η πόλη, όπως ορίζεται από τον οικιστικό της
ιστό, όχι οι οικισμοί γύρω από αυτήν, όχι τα προάστιά της. Η πόλη. Με την
κλασσική έννοια του άστεως. Σε πλήρη και διακριτή αντίθεση από τον περιβάλλοντα
φυσικό χώρο. Για τον Αγρινιώτη αυτόν δεν υπήρχαν ούτε δάση, ούτε ποτάμια, ούτε
λίμνες, ούτε κοιλάδες, ούτε βουνά. Τα μοναδικά δέντρα που τιμούσε, ήταν αυτά
που φύτεψε ο Δήμος στα πεζοδρόμια και το μοναδικό τρεχούμενο νερό που
εκτιμούσε, ήταν το νερό των σιντριβανιών. Στο ποιητικό σύμπαν του
Καραμητσόπουλου υπήρχε μόνο το Αγρίνιο, ο άπειρος ποιητικός χώρος που όριζε το
άστυ του Αγρινίου, όχι μια οποιαδήποτε επαρχιακή πόλη, μόνο το Αγρίνιο, δεν
έμπαινε ζήτημα Αθηναϊκής αποκέντρωσης, δεν ήταν η Αθήνα από τη μια και η
επαρχία από την άλλη, το Αγρίνιο ήταν γι´ αυτόν η Αθήνα του και το Παρίσι του.
Στη μυστηριακή αυτή εννοιολογία του Καραμητσόπουλου το Αγρίνιο έπαυε να είναι
μια επαρχιακή πόλη και μετατρεπόταν σε μια παγκόσμια, ίσως σε μια ουράνια πόλη.
Μόνο μέσω αυτής μπορούσε ο Καραμητσόπουλος να συναντήσει την παλιότερη και την
σύγχρονη ποίηση της Ελλάδας ή του κόσμου όλου, αυτή η πόλη ήταν το μοναδικό, το
αποκλειστικό όχημά του. Έξω από τα όρια του Αγρινιώτικου άστεως αισθανόταν όπως
το ψάρι έξω απ´ το νερό. Πρόκειται για τον καλύτερο ίσως ορισμό της
εντοπιότητας… Η ποίηση του Καραμητσόπουλου αποτελεί την πρώτη και τη μοναδική
μέχρι στιγμής ποιητική αστική συνείδηση του Αγρινίου, αν και, τελικά, δεν ήταν
η φωνή του παρά ένας λυγμός. Γι´ αυτό και ο Θ.Μ.Πολίτης έχει απόλυτο δίκιο,
όταν απονέμει στον Καραμητσόπουλο τον τίτλο του «αξιολογότερου γηγενή ποιητή»
αφήνοντας έξω από την σύγκριση μόνο τον Χατζόπουλο ίσως. Πάντως, με αυτά τα
κριτήρια που σημειώσαμε, ούτε καν ο Χατζόπουλος δεν μπαίνει σ´ αυτή τη ζυγαριά,
για τον λόγο ότι εκείνος (σε απόλυτη αντίθεση με τον Καραμητσόπουλο) ήταν
αναμφίβολα κοσμοπολίτης. Στο κάτω - κάτω της γραφής το κορυφαίο ποίημα του μεγάλου
εκείνου Αγρινιώτη «άσ´ τη βάρκα», υστερεί πολύ όχι μόνο απέναντι σε πολλά
ποιήματα του Καραμητσόπουλου, αλλά και πολλών άλλων νεότερων Αγρινιωτών. Μόνο
που για να ανδρωθούν οι νέοι μύθοι της πόλης, θα πρέπει να περάσουν ακόμα εκατό
χρόνια.
Ο
Καραμητσόπουλος βιώνει και ερωτεύεται με θανατερούς όρους το Αγρίνιο και εξ
αυτού κατακτά μία ποιητική μοναδικότητα, η οποία, τελικά, σπάει τα όρια της
αγαπημένης πόλης, εξακτινώνει την συλλογική ψυχή της σε μια άλλη και απρόσιτη
μάλλον διάσταση, ενώ για την γήινη παρουσία του ποιητή μένει ανέπαφο και ακέριο
εκείνο το ταπεινό στοιχείο της γνησιότητας.
Αυτό το
ερωτεύσιμο Αγρίνιο που λάμπει σαν πρωινό άστρο των αθάνατων ποιητικών
οριζόντων, αυτό το άγνωστο στους πολλούς Αγρίνιο, δεν τίμησε ούτε κατ´ ελάχιστο
τον ταπεινό ποιητή του. Καθώς φαίνεται, κανείς από τους λαοπρόβλητους
εκπροσώπους του δεν γνωρίζει την απαστράπτουσα ιδιότητα της πόλης που υπέδειξε
ο Καραμητσόπουλος, υπάρχει όμως, αυτός μπορεί να μην ήταν ο πρώτος που την
είδε, ήταν όμως ο πρώτος που την ερωτεύτηκε, υπάρχει και είναι σα να λειτουργεί
ως παράλληλο σύμπαν, όπως θα έλεγε και ο Νανόπουλος.
Θα πεις,
έτσι γίνεται πάντα με ό,τι αγαπάει κανείς μοναδικά, έτσι γίνεται πάντα με ό,τι
ερωτεύεται κανείς αδιαπραγμάτευτα. Είναι ένας τυφλός έρωτας χωρίς ανταπόκριση.
«Ο έρωτας είναι θάνατος» μου είχε πει μια φορά ο Γιάννης, σε κάποια από εκείνες
τις μοναχικές απαγγελίες ποιημάτων… Αυτός ο έρωτας για την πόλη του αποδείχτηκε
θανάσιμος για τον ίδιο… Υπόθεση, θα πεις, αναπόδεικτη, είναι μόνο μια εικασία ή
μια εκδοχή, μπορεί και μια αναγωγή εικόνων, όμως θα ήταν μέγιστη παράλειψη να
μην καταγραφεί, επειδή βολοδέρνει στο μυαλό ως βάσιμη υποψία. Ωστόσο ήταν
κραυγαλέο που στην κηδεία του δεν τιμήθηκε από την πολιτική ηγεσία του τόπου, η
απουσία της οποίας ήταν φωναχτή. Μονάχα οι οικείοι κι οι φίλοι ήταν εκεί... Ο
Γιάννης και οι ομότεχνοί του δεν αναγνωρίζονται σε τέτοιους καιρούς, δεν
αποτελούν εκλεκτό προσωπικό της τοπικής κοινωνίας…
Η
ποτοθεραπεία του Γιάννη Καραμητσόπουλου δεν ήταν βέβαια πολιτική διαμαρτυρία
κατά της εξουσίας, ούτε κατά της γενικής εναντίον των ποιητών καταφρόνιας, οι
αληθινοί ποιητές έχουν τη γενναιότητα και την περηφάνια να αγνοούν ακόμα και
τις ταπεινώσεις. Η ποτοθεραπεία, στην οποία επιδόθηκε θανάσιμα, ήταν μια
παραίτηση. Ήταν η ήττα του. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν η βουβή μεν,
αξιοπρεπής δε, ήττα του. Το ποιητικό του όραμα είχε εξαντληθεί, δεν υπήρχε πια
τίποτα και κανείς να το υποδεχτεί, να του δώσει μια χειραψία γνωριμίας, ούτε
καν ένας σύντροφος δεν θέλησε να εγκατασταθεί εντός του. Αλήθεια, τι θα
συνέβαινε, αν οι πόλεις, μάλλον οι Δήμοι, έτρεφαν ευγενή και σεβαστικά
αισθήματα για τις λογοτεχνικές τους κοινότητες; Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή
των λογοτεχνών, κυρίως όμως πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή όλων; Είμαι σε θέση
να γνωρίζω, ότι αν ο «Ίβυκος» είχε τεθεί υπό προστασίαν, ο Γιάννης δεν θα έχανε
το παιχνίδι με τη ζωή. Όμως η πόλη αυτή υποκύπτει συνεχώς σε απαξιώσεις και
ψευτοδιλήμματα, τα οποία διατυπώνει και κάθε φορά κυκλοφορεί στην πιάτσα ο κάθε
ιδιοτελής και εισακούει ο κάθε πολιτικάντης για να τα μετατρέψει σε καθημερινή
συμπεριφορά του Δήμου ή της κοινωνίας…
Ο Γιάννης
ήταν μια λευκή ορχιδέα που χρειάζεται λεπτεπίλεπτη αγάπη. Έχασε όμως απανωτά
τέσσερα στηρίγματα, ένα από τα οποία ήταν ο «Ίβυκος». Πόσο ν´ αντέξει ένας
ευαίσθητος άνθρωπος σαν αυτόν; Δεν είχε πια δύναμη να διεκδικήσει ένα πέμπτο
στήριγμα…
Λοιπόν,
την ώρα που ξοδεύονται τεράστια ποσά για το θέατρο, δεκάδες χιλιάδες ευρώ, θα
μπορούσε να δίνονται και μερικά ψίχουλα για την συγγραφή. Την ώρα που το Ταμείο
του Δήμου χρηματοδοτεί πανάκριβες διαφημιστικές εκδόσεις της πλάκας, ανούσιες
εντελώς και άχρηστες, μόνο ένα μικροποσό, λίγα ψίχουλα πάλι, θα συντηρούσαν ένα
λογοτεχνικό περιοδικό της πόλης, όπου θα στεγάζονταν οι ποιητές και οι
πεζογράφοι της για να καλλιεργούν την πνευματική της ταυτότητα, για ν´ αποτελέσουν
τη ζύμη του άρτου, για να ξεπηδήσει μέσα από κει ο νέος Χατζόπουλος… Οι
συγγραφείς δεν θέλουν και πολλά για να είναι ευτυχισμένοι και να έχει πλήρες
νόημα η ζωή τους. Μπορούν ν´ αντέξουν χωρίς σύντροφο, χωρίς πατέρα ή μάνα,
μπορούν να ζήσουν χωρίς σπίτι, χωρίς φαΐ και νερό για μέρες, χωρίς στον ήλιο
μοίρα, δε μπορούν όμως να κάνουν χωρίς συγγραφική στέγη! Αλλ´ αυτή τη στέγη δεν
τους την έδωσε η πόλη, η οποία εντούτοις προσδοκά από τους συγγραφείς να
παράγουν την αίγλη και τη δόξα της, είναι δε πάντα έτοιμη να στήσει πανηγύρια
με βεγγαλικά και σερπαντίνες στην πλατεία για να υποδεχτεί όποιο τέκνο της θα
νικούσε τον ίδιο το θάνατο, ν´ αποδράσει απ´ αυτή την πνευματική κόλαση που του
σαπίζει το μυαλό, να εξοριστεί, για ν´ αναγνωριστεί το έργο του αλλού, από
ξένους…
Και να
πεις ότι κοστίζουν πολλά; Όχι. Είναι τόσο λίγα αυτά που ζητούν άνθρωποι σαν τον
Γιάννη Καραμητσόπουλο, διότι οι συγγραφείς έχουν εκπαιδευτεί στην ολιγάρκεια
από τα γεννοφάσκια τους. Έκαμαν νωρίς μια συνειδητή επιλογή και ήξεραν πάντα
ότι το λίγο είναι πολύ. Αν η πόλη διέθετε την ελάχιστη αντίληψη για την
ταυτότητά της, θα στήριζε τον «Ίβυκο» με άποψη, ελεούσα όχι, θα μπορούσε να
αναστήσει τον «Ίβυκο», έστω με καθυστέρηση, να διορθώσει έτσι τις παραλείψεις
της, να σταματήσει και η διαιώνιση της αβάσταχτης αυτής απάθειας…
Οι έριδες
μεταξύ των λογοτεχνών που αποτελούν συνήθως το άλλοθι για την εγκατάλειψή τους
από τους θεσμούς, έριδες στις οποίες ο Καραμητσόπουλος δεν συμμετείχε ποτέ κι
έλεγε «τι παλαβομάρες είν´ αυτές;», ωστόσο, δεν είναι παθογένειες, αλλά
ευλογία, επειδή δε νοείται λογοτεχνία χωρίς την βιοποικιλότητα των ιδεών και
των στάσεων.
Ο θάνατος
του Καραμητσόπουλου, με τον τρόπο που έγινε, βάζει μείζον λογοτεχνικό ζήτημα
στην πόλη: Η αποτυχημένη ίδρυση του λογοτεχνικού περιοδικού του (αυτή που τον
οδήγησε αργά, μα σταθερά, στην απόγνωση, εν τέλει στην αντιηρωική του έξοδο,
στην «εκούσια ανθρωποθυσία» του) αποτελεί τελικά μια παρακαταθήκη, τόσο για το
Πνευματικό Κέντρο του Δήμου, όσο και για τους ίδιους τους συγγραφείς της πόλης,
οι οποίοι πρέπει κάποτε να στεγάσουν την εργασία τους σε ένα ενιαίο μέσο
έκφρασης, για να μην έχουμε κι άλλες τέτοιες (ή άλλου είδους) απώλειες… Οι
απαξιώσεις (που αποτελούν κανόνα στη δημόσια ζωή της πόλης) μπορεί ενίοτε να
κοστίζουν την ίδια τη ζωή σε κάποιες περήφανες ψυχές… Ναι, ακούγεται κάπως
υπερβολικό αυτό, αλλά, πιστέψτε το, είναι υπερβολικό μόνο για το μυαλό των
υλιστών.
Ένα
σχέδιο έχει συζητηθεί πολλές φορές στις παρέες, έχει συζητηθεί με τον ίδιο τον
Γιάννη Καραμητσόπουλο, μακάρι δε η υλοποίησή του να είχε προηγηθεί και της
ποτοθεραπείας που τον σκότωσε… Θα μπορούσαν (έλεγε το σχέδιο) οι λογοτέχνες να
ιδρύσουν ένα «διαρκές λογοτεχνικό συνέδριο» ή ν´ απευθυνθούν με ένα λογοτεχνικό
περιοδικό άμεσα στην κοινωνία (η οποία έχει ΚΑΙ αυτή τις αμέριστες ευθύνες της
απέναντι στα τοπικά Γράμματα) με δηλωμένη τη συνθήκη όμως ότι το Πνευματικό
Κέντρο του Δήμου θ´ αναλάμβανε την κάλυψη του πιθανού ελλείμματος με αγορά
τευχών, επειδή το οφείλει αυτό η πόλη στους δημιουργούς της. Το οφείλει, επειδή
η δημιουργία των ασύμβατων αυτών ανθρώπων, δημιουργεί υπεραξία για τον τόπο,
υπεραξία, η οποία εξαργυρώνεται πολλαπλώς από την πόλη, επομένως αποτελεί
άμισθη προσφορά στην κοινωνία. Μια τέτοια μέριμνα λοιπόν θα ήταν δείγμα
πολιτιστικής αξιοπιστίας της τοπικής κοινωνίας συνολικά, θα ήταν το διαβατήριο
για την σύνδεσή της με άλλες πολιτιστικές πρωτεύουσες πόλεις…
Το
σημειώνουμε αυτό, διότι:
Στο
θεωρητικό ερώτημα «υπάρχουν συλλογικές ενοχές;» η θεωρητική επίσης απάντηση
είναι «ναι». Στο πνευματικό επίπεδο λοιπόν η πόλη θα έπρεπε να αισθάνεται
συλλογικές ενοχές για την απώλεια του Γιάννη Καραμητσόπουλου. Τι κι αν δεν ήταν
ο λαμπερός ποιητής για να δίνει συνεντεύξεις στην τηλεόραση, ώστε να έχει λόγο
να τον τιμήσει με την παρουσία της στην εξόδιο ακολουθία; Τι κι αν δεν ήταν ο
ποιητής που δεν καλλιέργησε ποτέ «δημόσιες σχέσεις» για να πάρει ποιητικά
βραβεία που θα είχαν δοξάσει αυτόν και την πόλη του; Βγαίνουν στο γυαλί ποιητές
με βραβεία και δόξα που δεν διαθέτουν την ποιητική αξία του Αγρινιώτη
Καραμητσόπουλου. Από την άλλη - κι ας υπολογιστεί μόνο αυτό - ήταν, πώς να το
κάνουμε; ο ποιητής που αγάπησε με μοναδικό τρόπο και με ιδιαίτερη ποιητική
ευαισθησία την πόλη αυτή. Το σπουδαίο είναι ότι αυτή η ευαισθησία έχει πάρει
άψογη λεκτική μορφή, δεν είναι σαν τις άλλες ευαισθησίες που υπάρχουν μεν,
παραμένουν άλεκτες δε, ίσως και άπρακτες. Αυτό άλλωστε συνιστά και την αξία του
ποιητικού έργου. Ο Καραμητσόπουλος ήταν ο ποιητής που αποτύπωσε σε στίχους αυτή
την λεπτοφυή εικόνα και αποκάλυψε τα αφανέρωτα πεδία της. Δεν ήταν ο καθένας
που κοιτά πώς θα επωφεληθεί υλικά από το προνόμιο να ζει στο μεγάλο αστικό
κέντρο του Αγρινίου…
Δε λέμε
ότι τον σκότωσε η πόλη… πώς να τεκμηριώσει κανείς με λογικά επιχειρήματα έναν
τέτοιο ισχυρισμό; Αλλά είναι αναμφισβήτητη αλήθεια πως ο Καραμητσόπουλος βρήκε
εμπρός του ένα «κενό αέρος». Δε μπορούσε ν´ ανασάνει πια… Λοιπόν, όταν η πόλη
σε κάποιους πιστούς της (και μάλιστα σ´ εκείνους που έμειναν εντός της μετά από
ψυχική εντολή) δημιουργεί «κενό αέρος», αντί να δημιουργεί ζωτική ατμόσφαιρα,
τότε, μπορεί και να σκοτώνει τα παιδιά της… τουλάχιστον τα πιο ευαίσθητα ή,
μάλλον, τα πιο ευάλωτα απ´ αυτά...
Υπό την
έννοια αυτή, οι πολιτικές ευθύνες απέναντι στην Τέχνη και τα τοπικά Γράμματα,
με αφορμή τον πρόωρο και άδικο θάνατο του ποιητή Γιάννη Καραμητσόπουλου, θα
μπορούσαν να εκφραστούν ως μία συναίσθηση και άρα ως μια θετική ενέργεια
στέγασης της διαρκούς πνευματικής παραγωγής του «Καλλικρατικού» πια Δήμου
Αγρινίου. Με τον πρόωρο θάνατο του Γιάννη Καραμητσόπουλου η λογοτεχνική
κοινότητα του Αγρινίου κατέβαλε αγόγγυστα το βαρύ της τίμημα για να στοιχειώσει
ένα γεφύρι που δεν άρχισε να χτίζεται ακόμα…
Βιογραφικό:
Ο Γιάννης Καραμητσόπουλος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1965. Πρωτοδημοσίευσε το
1989 στο περιοδικό Εμβόλιμον. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις ποιημάτων, κριτικών
σημειωμάτων και άρθρων του πολιτιστικού περιεχομένου σε λογοτεχνικά περιοδικά,
όπως: Η λέξη, Περίπλους, Ελίτροχος, Φηγός, Παρουσία, Φιλολογική Πρωτοχρονιά,
Εξώπολις, Νουμάς, αλλά και εφημερίδες και περιοδικά της πόλης του Αγρινίου όπως
ο Αραμπάς, το Αρχείο Αγρινίου, η Αναγγελία, η Φάκα κ.α. Προλόγισε και
επιμελήθηκε την Ανθολογία Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών, έκδοση του περιοδικού
Εμβόλιμον (1993). Από το 1994 έως το 2001 ήταν διευθυντής του περιοδικού Ίβυκος
(Επιθεώρηση για τον ποιητικό λόγο). Το 1998 ίδρυσε τις Εκδόσεις Ίβυκος
εκδίδοντας βιβλία ποίησης, πεζογραφίας, δοκιμίου και μελέτης καθώς και
βιογραφίες. Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Ένωσης
Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών.
Επιμύθιο
μιας ταπεινά περήφανης διαδρομής
ΑΛΕΞΟΒΡΟΧΙΟ
που
κατάφερε να φορέσει
στα σύννεφα
του καπνού του.
ΕΚ ΤΩΝ
ΥΣΤΕΡΩΝ
η σιωπή
των πεζοδρόμων
θα
φαντάζει
ακόμα πιο
συνεπής
της
απουσίας
των
ειωθότων διαβλέψεων,
διαθέσεων
και διενέξεων.
Δεν θα
ηχήσουν
τα
κύμβαλα των απόντων.
ΕΝ
ΕΚΣΤΑΣΕΙ μόνο
οι
απρόβλεπτοι
θα
συναθροιστούν
για να
αποδώσουν
τις μη
καταγεγραμμένες
μα
οφειλόμενες τιμές,
ενώπιον
των
τοκογλύφων εκείνων,
οι οποίοι
εκποίησαν
την
ποίηση
πάνω στα
τραπέζια
των
καφενείων
και των
μεθοποιείων
της
καθημερινής ζωής
των
πόλεων
που σε
φιλοξένησαν
για να
κατοχυρώσεις
τα
επεισόδια της νύχτας
μιας
τραγωδίας,
στην
οποία ο νεκρός
παρίσταται,
δίκην
απουσίας,
ως χορός.
Να μην
ξεχάσω σήμερα
να
ξεχωρίσω τους τυμβωρύχους
από τους
φίλους.
Οι φίλοι
ξέρουν…
Οι
τυμβωρύχοι λυπούνται δήθεν…
Να μην
ξεχάσω επίσης σήμερα
να σε
χαιρετίσω
για
τελευταία φορά,
με τον
ίδιο τρόπο
που σε
χαιρετούσα πάντα:
«Ιωάννη,
Ιωάννη
συγχώρησε
και μένα
το
τσογλάνι».
Τέλος να
μην ξεχάσεις κι εσύ
να
έρθεις, όπως μπορείς,
εκεί που
θα μαζευτούμε
για να
θυμηθούμε
τα
κορίτσια που κοιτάξαμε
για να
ξεχάσουμε τον θάνατο.
σε πέντε
χρόνους διαφορετικούς.
Ενεστώτας
ή όπως η
ίδια λέει: «Κύριε Θάνατε»*
Κύριε
Θάνατε
συμμαθητή
του φόβου,
όταν
έρθεις πιο κοντά
στο
πνεύμα μου
θα γίνω
έλικας του ήλιου.
Ένας ανώνυμος
άνεμος,
ένα
απελεύθερο στρουθίο.
Κράτησε
για πάρτη σου
τα
συμπαθητικά σκουπίδια μου.
Αυτά που
πήγαν κατά καιρούς
πέρα-δώθε,
πάνω-κάτω,
δεξιά κι
αριστερά
και
τελικά μ' έκαναν
ασώματο
ουρανό
σε μύρια
νεφελώματα.
Έφταιγε η
ηλικία του φεγγαριού
κι αυτή η
αναθεματισμένη
ευαισθησία
μου στις πορφυρές ψυχές.
Άναψε
τώρα τα κεριά.
Αόριστος διαρκείας
ή όπως η
ίδια λέει: «Μνήμη»*
Χάρισα
την ψυχή μου
σε δύο
αγάλματα...
Ξέρεις
γυρίζει ο
χρόνος τακτικά
όταν
φοράς τη μνήμη
τα
μεσάνυχτα.
Κι ακόμα
πιο πολύ
όταν μ'
αυτή
γυμνώνεις
την αλήθεια.
Αγρινιώτικος
Παρακείμενος
ή όπως η
ίδια λέει: «Αγέλαστη Πόλη»*
κινούμενοι
θάνατοι,
ενδεχόμενες
σιωπές.
Το πρωί
ανεβαίνουν τα όνειρα στο κενό,
οι
στεναγμοί θωπεύουν τις εορτές,
κάποιος
γράφει
συνθήματα,
καταγγελίες, αμαρτίες
* μικρές επαναστάσεις θέλω να πω -
για μια
Ελένη, μία Μαρία, μία Μυρτώ.
Σωπαίνουν
οι κήποι
το άρωμα
σώνεται,
λιγοστεύουν
τα δέντρα,
η απάτη
παρελαύνει πάνω στα πράγματα.
Σώματα
που δεν έχουν μια πληγή
δεν έχουν
σώματα ευτελή,
δεν έχουν
έννοια πορφυρή,
είναι το
πρόσχημα της αγοράς
η τελετή
προς τιμήν του προέδρου...
Υπερσυντέλικος
ή όπως η
ίδια λέει: «κδ»*
Μύριες
στιγμές βιώνοντας
το νόημα
του θανάτου,
γύρω -
τριγύρω μέσα μου
φωνές και
δάκρυα
ανώνυμων
αγίων
αντίκρυ
στο πέλαγος
μια
ουτοπία κοριτσιού,
δραπετεύοντας
κρυφά
απ' το
ενδεχόμενο αίμα
στα
λιόδεντρα.
Τετελεσμένος
μέλλοντας
ή όπως η
ίδια λέει επίσης: «κδ»*
Σαν ήρθες
έδωσα το
τσιγάρο μου
στ'
αστέρια,
να
συντομεύσω τη φωτιά
και το
μεγάλο όνειρο
να ρθει
μπροστά μου,
με την
ψυχή μου να ενωθεί
κι όταν
τελειώσει ο θάνατος
να
δραπετέψει
στα
κοχύλια!
ΠΗΓΗ:
Από
Παντελή Φλωρόπουλο Εκδότη Εφημερίδας Αναγγελία
http://anaggelia.gr/index.php?edition_id=409§ion=news&newscat_id=2&article_id=8721